Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

λέξεις από λ-


Λαίλαπα: θύελλα, ισχυρός άνεμος, καταστροφικό γεγονός (μεταφορικά)

Λάκτισμα: κλοτσιά, χτύπημα με το πόδι, έναυσμα (στη φράση «εναρκτήριο λάκτισμα»)
( από το ρήμα λακτίζω: κλοτσώ < αρχ. λάξ «με το πόδι», πρβλ. τη φράση πυξ λαξ «με γροθιές και κλοτσιές»)

Λίβελος: υβριστικό ή συκοφαντικό δημοσίευμα (λιβελογράφημα)

Λοιδορώ: εμπαίζω, περιγελώ, χλευάζω, κακολογώ

Λυμαίνομαι: προξενώ βλάβες, καταστροφές, ρημάζω