Λαίλαπα: θύελλα, ισχυρός άνεμος, καταστροφικό γεγονός (μεταφορικά)
Λάκτισμα: κλοτσιά, χτύπημα με το πόδι, έναυσμα (στη φράση «εναρκτήριο λάκτισμα»)
( από το ρήμα λακτίζω: κλοτσώ < αρχ. λάξ «με το πόδι», πρβλ. τη φράση πυξ λαξ «με γροθιές και κλοτσιές»)
Λίβελος: υβριστικό ή συκοφαντικό δημοσίευμα (λιβελογράφημα)
Λοιδορώ: εμπαίζω, περιγελώ, χλευάζω, κακολογώ
Λυμαίνομαι: προξενώ βλάβες, καταστροφές, ρημάζω